περιθώριο

περιθώριο
Oνομασία 3 οικισμών. 1. Μικρός ορεινός οικισμός (… κάτ., υψόμ. 940 μ.), στην πρώην επαρχία Αιγιαλείας του νομού Αχαΐας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (22 τ. χλμ., … κάτ.). 2. Ορεινός οικισμός (… κάτ., υψόμ. 600 μ.), στην πρώην επαρχία Δράμας του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (32 τ. χλμ., .. κατ.). 3. Πεδινός οικισμός (… κατ., υψόμ. 40 μ.), στην πρώην επαρχία Μεσολογγίου, του νομού Αιτωλίας και Ακαρνανίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (7 τ. χλμ., … κατ.).
* * *
το, Ν
1. το άγραφο κενό διάστημα στα άκρα εντύπου ή εγγράφου
2. κάθε ελεύθερο ή κενό διάστημα στα άκρα επιφάνειας
3. μτφ. α) η μεταξύ ορισμένων ορίων δυνατότητα ή ελευθερία δράσης, ενέργειας, κίνησης (α. «ο μισθός του δεν τού αφήνει περιθώρια για ταξίδια αναψυχής» β. «τα χρονικά περιθώρια είναι περιορισμένα»)
β) ό,τι βρίσκεται έξω από το κύριο θέμα ή από το σημαντικό γεγονός («στο περιθώριο τής Γενικής Συνέλευσης τού ΟΗΕ» β. «στο περιθώριο τής ζωής»)
γ) το ποσό κατά το οποίο η αξία τής εγγύησης που παρέχεται ως ασφάλεια δανείου υπερβαίνει το ποσό τού δανείου
6. φρ. α) «ζω στο περιθώριο» — ζω αποτραβηγμένος, χωρίς ενεργό ανάμιξη σε ποικίλες δραστηριότητες
β) «βάζω [ή θέτω] κάποιον στο περιθώριο» — παραγκωνίζω κάποιον, παραμερίζω
γ) «συναλλαγή με περιθώριο» ή «αγορά με περιθώριο»
(οικον.) πράξη επί χρεωγράφων κατά την οποία ο αγοραστής καταβάλλει ένα ποσοστό μόνον τής τιμής αγοράς, το περιθώριο, και δανείζεται το υπόλοιπο από τον χρηματιστή παρέχοντάς του τα χρεώγραφα ως εγγύηση για το δάνειο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-θεώριον (< περιθεωρῶ), ενώ κατ' άλλους από το περιθέω «περιτρέχω, περιβάλλω, περίκειμαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • περιθώριο — το 1. άγραφο μέρος στην άκρη σελίδας βιβλίου ή εντύπου: Το περιθώριο της σελίδας είναι μικρό. 2. κάθε ελεύθερο ή άδειο διάστημα γύρω από μια επιφάνεια, πλαίσιο: Περιθώριο της κορνίζας. 3. μτφ., η ελευθερία για δράση ή κίνηση ανάμεσα σε όρια,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περιθωριακός — ή, ό, Ν [περιθώριο] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο περιθώριο («περιθωριακές σημειώσεις) 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο περιθώριο τής κοινωνίας (α. «περιθωριακή μειονότητα» σύνολο ατόμων με ιδιόρρυθμη κοινωνική συμπεριφορά και με κύριο …   Dictionary of Greek

  • Ιρλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιρλανδίας Έκταση: 70.280 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.883.159 (2002) Πρωτεύουσα: Δουβλίνο (495.102 κάτ. το 2002)Νησιωτικό κράτος της βορειοδυτικής Ευρώπης. Καλύπτει τα πέντε έκτα της έκτασης του ομώνυμου νησιού που… …   Dictionary of Greek

  • μαγεία — Στην κλασική αρχαιότητα, ο όρος αναφερόταν στη μαντική τέχνη των ιερέων του μαζνταϊσμού (ζωροαστρισμός), των λεγόμενων μάγων. Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, όταν η Περσία είχε χάσει την πολιτική της ανεξαρτησία, οι μάγοι αυτοί διασκορπίστηκαν… …   Dictionary of Greek

  • παράγραφος — η, ΝΑ, και παράγραφος, ή, Ν νεοελλ. 1. μικρό τμήμα τού γραπτού πεζού λόγου, ενδιάμεση ενότητα κειμένου που αποτελείται από περιόδους, έχει μια σχετική νοηματική αυτοτέλεια και συγκεκριμένα δομικά χαρακτηριστικά και σημειώνεται είτε με ένα λευκό… …   Dictionary of Greek

  • παρασημείωσις — ώσεως, ἡ, ΜΑ [παρασημειούμαι] σημείωση στο περιθώριο μσν. 1. σύντομη αναφορά, σημείωση 2. ημερομηνία, χρονολογία αρχ. 1. περίληψη στο περιθώριο και γενικά περίληψη λογαριασμών 2. περιληπτική έκθεση δικηγόρου, δικογραφία, προδικαστική απόφαση 3.… …   Dictionary of Greek

  • παρασημειούμαι — όομαι, ΜΑ σημειώνω στο περιθώριο αρχ. 1. προσυπογράφω 2. παρατηρώ στο περιθώριο 3. υποδεικνύω, ορίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + σημειοῦμαι] …   Dictionary of Greek

  • παρεπιγραφή — ἡ, ΜΑ [παρεπιγράφω] μσν. ρητορικό σχήμα κατά το οποίο παρεμβάλλεται κάτι εν παρόδω, παρεμπιπτόντως αρχ. αυτό που γράφεται ως προσθήκη στα πλάγια, στο περιθώριο 2. (ειδ.) σκηνική οδηγία στο περιθώριο χειρογράφου κάποιου δράματος …   Dictionary of Greek

  • περιθωριοποιώ — έω, Ν τοποθετώ κάποιον στο περιθώριο, παραμερίζω, παραγκωνίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιθώριο + ποιώ] …   Dictionary of Greek

  • τηλία — η, ΝΑ, και δωρ. τ. σηλία και σαλία, Α νεοελλ. πάγκος, τεζάκι υπαίθριου μικροπωλητή αρχ. 1. τραπεζάκι ή σανίδα με περιφέρεια που προεξέχει ώστε να μην πέφτουν το αλεύρι ή τα ζυμαρικά 2. τραπέζι για να παίζουν κύβους, ζάρια 3. τραπέζι ή μικρή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”